- παλαιοημερολογιτισμός
- οη άποψη ότι πρέπει να ακουλουθούμε το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαιοημερολογιτισμός — ο 1. εμμονή στην τήρηση τού παλαιού, δηλ. τού Ιουλιανού εκκλησιαστικού ημερολογίου 2. καθυστερημένη, απαρχαιωμένη νοοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοημερολογίτης + ισμός*] … Dictionary of Greek